Μόλις τώρα πρόσεξα ότι έχω να γράψω από το Σάββατο…
Την Κυριακή πέρασα πολύ όμορφα. Ανέβηκα σε ένα βουνό με τη «Σ» και με θέα τη καταγάλανη θάλασσα, με καφέ και ποτό, ξεκουράσαμε βλέμμα και ψυχή. Μείναμε εκεί από το μεσημέρι ως το σούρουπο. Ώρες ατέλειωτες στο ίδιο τραπεζάκι, κάτω από την ίδια ομπρέλα. Πόσο μακρινός φάνταζε ο χειμώνας μου από κει ψηλά. Σαν κακόγουστο αστείο.
Πέρασα τη βδομάδα με πρωινούς καφέδες στην πόλη μου και αγορά. Πήγα και στη θάλασσα. Συνεχίζω τις βουτιές. Μια μέρα εκεί που κολυμπούσα αφέθηκα στην επιφάνεια της θάλασσας να επιπλέω με τα χέρια ανοιχτά. Έκλεισα τα μάτια και βύθισα το μισό μου κεφάλι στο υγρό γαλάζιο. Έχετε αφεθεί ποτέ το ήχο του βυθού; Σε αυτή την περίεργη ησυχία που φωλιάζει στο αφτί σου όταν βουτάς στη θάλασσα. Τη στιγμή που χάνεται το κεφάλι σου μέσα στο νερό, τότε είναι που νοιώθεις ότι έχεις εισέλθει σε έναν άλλο κόσμο.
Με τα χέρια ανοιχτά, το νερό να με καλύπτει αλλά ωστόσο να επιπλέω στην επιφάνεια, οι ήχοι της στεριάς φαντάζουν τόσο μακρινοί. Κάνω το πείραμα, σηκώνω λίγο το κεφάλι και ακούω τη μουσική από το beach bar. Ξαναχώνω τα αφτιά μου στο νερό και προσπαθώ να προσδιορίσω τον ήχο της θάλασσας, συγκεντρώνομαι στο μυστήριο του βυθού. Το χειμώνα, μία αναγνώστριά μου, η «Μπλε», μου παρομοίωσε την περιπέτεια υγείας μου με μια βουτιά. Τρυπώνεις στο βυθό, ξεκινάς ένα μακροβούτι αλλά δεν μπορείς να εγκαταλείψεις. Αν αφεθείς, αν εγκαταλείψεις θα πνιγείς. Η αυτοπροστασία σου φωνάζει δυνατά μες στον εγκέφαλο «χτύπα τα πόδια σου, κούνα τα χέρια σου, να βγεις να πάρεις ανάσα αλλιώς θα πνιγείς» και εσύ που αγαπάς τη ζωή και δεν θέλεις να πνιγείς, που σέβεσαι τον εαυτό σου και εκτιμάς τις μικρές χαρές που ζεις και τις καθημερινές καλές εκπλήξεις, τι κάνεις; Επιστρατεύεις τελικά αυτομάτως (σαν ρεφλεξ) όλες σου τις δυνάμεις, και εκείνες που δεν ήξερες πως είχες και βγαίνεις στην επιφάνεια και παίρνεις μια ανάσα τόσο δυνατή, όπως την πρώτη σου σε τούτο δω τον κόσμο.
Την Κυριακή πέρασα πολύ όμορφα. Ανέβηκα σε ένα βουνό με τη «Σ» και με θέα τη καταγάλανη θάλασσα, με καφέ και ποτό, ξεκουράσαμε βλέμμα και ψυχή. Μείναμε εκεί από το μεσημέρι ως το σούρουπο. Ώρες ατέλειωτες στο ίδιο τραπεζάκι, κάτω από την ίδια ομπρέλα. Πόσο μακρινός φάνταζε ο χειμώνας μου από κει ψηλά. Σαν κακόγουστο αστείο.
Πέρασα τη βδομάδα με πρωινούς καφέδες στην πόλη μου και αγορά. Πήγα και στη θάλασσα. Συνεχίζω τις βουτιές. Μια μέρα εκεί που κολυμπούσα αφέθηκα στην επιφάνεια της θάλασσας να επιπλέω με τα χέρια ανοιχτά. Έκλεισα τα μάτια και βύθισα το μισό μου κεφάλι στο υγρό γαλάζιο. Έχετε αφεθεί ποτέ το ήχο του βυθού; Σε αυτή την περίεργη ησυχία που φωλιάζει στο αφτί σου όταν βουτάς στη θάλασσα. Τη στιγμή που χάνεται το κεφάλι σου μέσα στο νερό, τότε είναι που νοιώθεις ότι έχεις εισέλθει σε έναν άλλο κόσμο.
Με τα χέρια ανοιχτά, το νερό να με καλύπτει αλλά ωστόσο να επιπλέω στην επιφάνεια, οι ήχοι της στεριάς φαντάζουν τόσο μακρινοί. Κάνω το πείραμα, σηκώνω λίγο το κεφάλι και ακούω τη μουσική από το beach bar. Ξαναχώνω τα αφτιά μου στο νερό και προσπαθώ να προσδιορίσω τον ήχο της θάλασσας, συγκεντρώνομαι στο μυστήριο του βυθού. Το χειμώνα, μία αναγνώστριά μου, η «Μπλε», μου παρομοίωσε την περιπέτεια υγείας μου με μια βουτιά. Τρυπώνεις στο βυθό, ξεκινάς ένα μακροβούτι αλλά δεν μπορείς να εγκαταλείψεις. Αν αφεθείς, αν εγκαταλείψεις θα πνιγείς. Η αυτοπροστασία σου φωνάζει δυνατά μες στον εγκέφαλο «χτύπα τα πόδια σου, κούνα τα χέρια σου, να βγεις να πάρεις ανάσα αλλιώς θα πνιγείς» και εσύ που αγαπάς τη ζωή και δεν θέλεις να πνιγείς, που σέβεσαι τον εαυτό σου και εκτιμάς τις μικρές χαρές που ζεις και τις καθημερινές καλές εκπλήξεις, τι κάνεις; Επιστρατεύεις τελικά αυτομάτως (σαν ρεφλεξ) όλες σου τις δυνάμεις, και εκείνες που δεν ήξερες πως είχες και βγαίνεις στην επιφάνεια και παίρνεις μια ανάσα τόσο δυνατή, όπως την πρώτη σου σε τούτο δω τον κόσμο.